μώλωψ
1μώλωψ — mark of a stripe masc nom/voc sg …
2μωλώπων — μώλωψ mark of a stripe masc gen pl …
3μώλωπα — μώλωψ mark of a stripe masc acc sg …
4μώλωπας — μώλωψ mark of a stripe masc acc pl …
5μώλωπες — μώλωψ mark of a stripe masc nom/voc pl …
6μώλωπι — μώλωψ mark of a stripe masc dat sg …
7μώλωπος — μώλωψ mark of a stripe masc gen sg …
8μώλωψι — μώλωψ mark of a stripe masc dat pl (epic) …
9μώλωψιν — μώλωψ mark of a stripe masc dat pl (epic) …
10μώλωπας — και μώλωψ, ο (ΑΜ μώλωψ) το σημάδι κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος τής εξωτερικής επιφάνειας τού σώματος το οποίο συνήθως προκαλείται από σύνθλιψη, δαρμό ή και πτώση μσν. 1. (κατ επέκτ.) πληγή, τραύμα 2. θρόμβος αίματος αρχ. 1.… …
Страницы