μύρσος
1μύρσος — μύρσος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κόφινος ὦτα ἔχων, ὃς καὶ ἄρριχος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι απόψεις ότι η λ. συνδέεται με τα μάραθον, μόργος δεν θεωρούνται πιθανές. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η άποψη ότι πρόκειται για δάνεια λ.] …
2Μύρσος — basket masc nom sg …
3μύρσος — basket masc nom sg …
4Μύρσον — Μύρσος basket masc acc sg …
5μύρσον — μύρσος basket masc acc sg μύρω flow aor imperat act 2nd sg (epic) …
6Μύρσου — Μύρσος basket masc gen sg …
7μύρσου — μύρσος basket masc gen sg …
8Μύρσων — Μύρσος basket masc gen pl …
9μύρσων — μύρσος basket masc gen pl …
10Μύρσῳ — Μύρσος basket masc dat sg …
Страницы
- 1
- 2