μύρρα
1μύρρα — μύρρᾱ , μύρρα murru. fem nom/voc/acc dual μύρρᾱ , μύρρα murru. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2Μύρρα — Μύρρᾱ , Μύρρα murru. fem nom/voc/acc dual Μύρρα murru. fem nom/voc sg …
3Μύρρᾳ — Μύρραι , Μύρρα murru. fem nom/voc pl Μύρρᾱͅ , Μύρρα murru. fem dat sg (attic doric aeolic) …
4μύρρᾳ — μύρραι , μύρρα murru. fem nom/voc pl μύρρᾱͅ , μύρρα murru. fem dat sg (attic doric aeolic) …
5μύρρα — Κομμεορητίνη που εξάγεται με εντομές στους βλαστούς και στον κορμό τής κομμιφόρου της αβησσυνιακής και της κομμιφόρου της σιμπέριας (οικογένεια των βουρσεριδών, δικοτυλήδονα), δέντρων της Αραβίας και της Αφρικής. Τα δέντρα αυτά έχουν βλαστούς… …
6Μύρρας — Μύρρᾱς , Μύρρα murru. fem acc pl Μύρρᾱς , Μύρρα murru. fem gen sg (attic doric aeolic) …
7μύρρας — μύρρᾱς , μύρρα murru. fem acc pl μύρρᾱς , μύρρα murru. fem gen sg (attic doric aeolic) …
8μύρραν — μύρρᾱν , μύρρα murru. fem acc sg (attic doric aeolic) …
9Μύρραν — Μύρρα murru. fem acc sg …
10Μύρρης — Μύρρα murru. fem gen sg (epic ionic) …