μύρρα

  • 31μυράκοπον — και μυρόκοπον, τὸ (ΑΜ) είδος γλυκού δυναμωτικού φαρμάκου ή είδος αλοιφής αναμεμιγμένης με μύρρα …

    Dictionary of Greek

  • 32μυρίκη — Μεγάλος ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.120 μ., 206 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπενησίου. * * * και μυρικιά, η (ΑΜ μυρίκη, Μ και μυρίχη) θάμνος ρητινοφόρος, τύπος τής οικογένειας τών μυρικιδών, που φυτρώνει σε ελώδεις… …

    Dictionary of Greek

  • 33μυρίνης — και μυρρίνης, ὁ (Α) 1. είδος γλυκού κρασιού το οποίο χρησιμοποιούνταν κυρίως από τις γυναίκες στη Ρώμη 2. κρασί αρωματισμένο με μύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Είναι δύσκολο να εξακριβωθεί αν πρόκειται για διαφορετικούς τ.: μυρίνης (< μύρον + κατάλ. ίνης, πρβλ …

    Dictionary of Greek

  • 34μυρίς — μυρίς, ἡ (Α) 1. μυροδόχο αγγείο, μυροθήκη 2. μυρρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + επίθημα ίς, ίδος. Ο τ. σχηματίστηκε πιθ. από το μυρρίς (< μύρρα), κατ επίδραση τού μύρον] …

    Dictionary of Greek

  • 35μυρρέλαιο — το αιθέριο έλαιο τής μύρρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρρα + έλαιο] …

    Dictionary of Greek

  • 36μυρρίς — η (Α μυρρίς και μυρίς) αρωματικό φυτό με καρπούς που έχουν οσμή ανίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρρα + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. μυρίς, αναλογικά προς το μύρον)] …

    Dictionary of Greek

  • 37μυρρίτης — μυρρίτης, ὁ (Α) λίθος ο οποίος έχει το χρώμα τής μύρρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρρα + επίθημα ίτης (πρβλ. μυρσιν ίτης)] …

    Dictionary of Greek

  • 38μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… …

    Dictionary of Greek

  • 39ρητίνες — Οργανικές ουσίες, στερεές ή ημιστερεές, με διάφορη σύνθεση, οι οποίες χαρακτηρίζονται κυρίως από μια τυπική υαλώδη μορφή και συχνά είναι διαφανείς. Οι φυσικές ρ. προέρχονται από τον φυτικό κόσμο και εξάγονται από διάφορα δέντρα μαζί με τις… …

    Dictionary of Greek

  • 40ՄՈՐԻ 2 — (րւոյ.) NBH 2 0298 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 14c գ. ՄՈՐԻ, րւոյ, կամ ՄՈՐ, ի. որպէս Մորենի. մորմենի. եւ պտուղ նորա. յն. μόρον morum. որ երեւի շփոթեալ եւ ընդ μύρρα myrrha. զմուռս. *Ակքանն բանջար ինչ է, եւ կամ թուփ փոքրիկ՝ նման… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)