μύρμη
1μύρμη — μύρμη, ἡ (Α) το ψάρι μορμύρος …
2μύρμαι — μύρμη fem nom/voc pl μύρμᾱͅ , μύρμη fem dat sg (doric aeolic) …
3μυρμήγκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 225 μ., 89 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου. * * * και μερμήγκι, το (ΑΜ μύρμηξ, ὁ, Α και δωρ. τ. μύρμαξ, ὁ, Μ και μυρμήγκι και μυρμήγκιν και μερμήγκι και μερμήγκιν και μερμήκιν και… …
4μύρμας — μύρμᾱς , μύρμη fem acc pl μύρμᾱς , μύρμη fem gen sg (doric aeolic) …
5мравии — МРАВИ|И (4*), ˫А с. Муравей: моравии [вм. мравии?] в жатву пищю готѡвить. МПр XIV, 32 об.; Ненависти достоино и похѹлени˫а празденьство. творѧи чл҃вка хѹжьша мравь˫а и бчелы (μύρμη‹γ›κος) Пч к. XIV, 87; Жена добра в домѹ акi мравии Мен к. XIV,… …
6κοτυληδόνα — (Cotyledon). Γένος θαμνωδών φυτών της οικογένειας των κρασουλιδών (δικοτυλήδονα), με κέντρο εξάπλωσης την Αφρική· ορισμένα είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Στην Ελλάδα, κυρίως στη νότια, συναντώνται επτά είδη που αυτοφύονται πάνω σε βράχους… …
7Myrmekia — Myrme̱kia [aus gr. μυρμηϰια = (ameisenähnliche) Warzen an der flachen Hand oder Fußsohle] Mehrz.: meist schmerzhaft entzündliche Warzen an Handflächen und Fußsohlen, die eosinophile Einschlußkörperchen enthalten …