μύλαξ
1μύλαξ — μύλαξ, ακος, ὁ (Α) 1. μυλόπετρα 2. μεγάλη και στρογγυλή πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. λίθ αξ)] …
2μυλάκεσι — μύλαξ millstone masc dat pl …
3μυλάκεσσι — μύλαξ millstone masc dat pl (epic aeolic) …
4μυλάκεσσιν — μύλαξ millstone masc dat pl (epic aeolic) …
5μυλάκων — μύλαξ millstone masc gen pl …
6μύλακες — μύλαξ millstone masc nom/voc pl …
7μάσταξ — μάσταξ, ακος, ἡ (Α) 1. αυτό με το οποίο μασάει κανείς, στόμα, γνάθοι, σαγόνια («ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν» έφραζε το στόμα με τα χέρια, Ομ. Οδ.) 2. μουστάκι 3. μπουκιά, μάσημα, μασημένη τροφή («ὡς δ ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῑσι προφέρῃσι μάστακ , ἐπεί… …
8μύλακρος — μύλακρος, ὁ (Α) 1. μυλίτης λίθος, μυλόπετρα 2. (κατά τον Ησύχ.) «μύλακροι γομφίοι ὀδόντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλαξ, ακος + επίθημα ρος (πρβλ. μικ ρός)] …
9μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε …
10φαλακρός — ή, ό / φαλακρός, ά, όν, ΝΜΑ, και φαρακλός Ν αυτός που έχει φαλάκρα (α. «τόσο νέος και είναι φαλακρός» β. «φαλακρὸς τὴν κεφαλήν, τὴν δ ὄψιν ἐρρυτιδωμένος», Λουκιαν.) νεοελλ. 1. (για βράχο ή όρος) άδενδρος, γυμνός («φαλακρή πλαγιά») 2. το αρσ. ως… …