μύαξ
1μύαξ — sea mussel masc nom/voc sg …
2μύαξ — ο (ΑΜ μύαξ) ζωολ. το μύδι μσν. αρχιτ. το επάνω μέρος τής κόγχης χριστιανικού ναού, κοίλωμα, αχηβάδα αρχ. 1. όστρακο, καύκαλο 2. κουτάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγο τής λ. μῦς* (πρβλ. και μυΐσκη) που εμφανίζει επίθημα αξ, ακος, δηλωτικό… …
3μυάκων — μύαξ sea mussel masc gen pl …
4μύακα — μύαξ sea mussel masc acc sg …
5μύακας — μύαξ sea mussel masc acc pl …
6μύακες — μύαξ sea mussel masc nom/voc pl …
7μύακι — μύαξ sea mussel masc dat sg …
8μύακος — μύαξ sea mussel masc gen sg …
9μυάκιον — μυάκιον, τὸ (ΑΜ, Μ και μυάκιν) μσν. αρχιτ. μικρό κοίλωμα αρχ. υποκορ. τού μύαξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύαξ, ακος «όστρακο, καύκαλο, κοίλωμα»] …
10MYES — Graece Μύες, appellatio ostrei margaritiseri: in quo genere, qui maiores sunt, μύακες dicebantur, ut minores μυΐσκοι vel μυΐςκαι, Lantine mytili, non musculi, ut quidam reddunt. Unde miratur Salmas. Ennium in Hedypatheticis, cum versus… …
- 1
- 2