1μόλγης — μόλγης, ητος, ὁ (Α) μοχθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολγός + επίθημα ης, ητος (πρβλ. πεν ης, πλάν ης)] …
Dictionary of Greek
2μόλγης — weight of seven minae fem nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)