μίνως

  • 61Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών …

    Dictionary of Greek

  • 62Αστερίων — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης, που νυμφεύτηκε την Ευρώπη, ερωμένη του Δία, και υιοθέτησε τους γιους της από τον Δία, Μίνωα, Ραδάμανθυ και Σαρπηδόνα. Διάδοχός του έγινε ο Μίνως. 2. Το όνομα του Μινώταυρου. 3. Γιος του… …

    Dictionary of Greek

  • 63Δίκτυννα — Αρχαιότατη θεότητα της Κρήτης, που αντικατέστησε πιθανώς τη θεά της φύσης, Μινώα. Ταυτιζόταν με την Άρτεμη, η οποία ονομαζόταν και Άρτεμις Δ. Σύμφωνα με τη μυθολογία, αρχικά ήταν μία νύμφη με το όνομα Βριτόμαρτις που ακολουθούσε τη θεά και… …

    Dictionary of Greek

  • 64Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …

    Dictionary of Greek

  • 65Ηράκλεια — I Γιορτή που τελούσαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας προς τιμήν του Ηρακλή. Στην Αττική, γνωστά ήταν τα Η. του Μαραθώνα και του Κυνοσάργους. Τα πρώτα γίνονταν κάθε πέντε χρόνια και το βραβείο ήταν μία ασημένια φιάλη. Σημαντικότερα όμως ήταν τα Η. της… …

    Dictionary of Greek

  • 66Κνωσός — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, 5 χλμ. ΝΑ του Ηρακλείου. Τα ερείπιά της καλύπτουν, με σχεδόν συνεχή κατοίκηση, μια εκτεταμένη χρονική περίοδο που ξεκινά από τα πρώτα νεολιθικά χρόνια (περ. 6000 π.Χ.) και τελειώνει στο τέλος της πρώτης βυζαντινής… …

    Dictionary of Greek

  • 67Πασιφάη — Μυθικό πρόσωπο, κόρη του Ήλιου και της νύμφης Περσηίδας και σύζυγος του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα. Ο Ποσειδώνας, για να εκδικηθεί τον σύζυγό της, εμφύσησε στην Π. έσφοδρό ερωτικό πάθος προς τον ταύρο που ο Μίνως είχε αρνηθεί να θυσιάσει. Η Π.… …

    Dictionary of Greek

  • 68Μίνω — Μί̱νω , Μίνως masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 69Μίνωα — Μί̱νω̆α , Μίνως masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 70Μίνωας — Μί̱νω̆ας , Μίνως masc acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)