μίλφωσις
1μίλφωσις — falling off of the eyelashes fem nom sg …
2μιλφώσεις — μίλφωσις falling off of the eyelashes fem nom/voc pl (attic epic) μίλφωσις falling off of the eyelashes fem nom/acc pl (attic) …
3μίλφωσιν — μίλφωσις falling off of the eyelashes fem acc sg …
4μίλφωση — η (Α μίλφωσις) ασθένεια κατά την οποία πέφτουν οι βλεφαρίδες, η μαδάρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλφοι + ωσις (πρβλ. ἕλκ ωσις, ἴλλ ωσις), μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *μιλφῶ] …
5μιλφός — μιλφός, ὁ (Α) αυτός που πάσχει από μίλφωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. ενός αμάρτυρου ρ. *μιλφῶ (< μίλφοι, πρβλ. μίλφωσις)] …
6μιλφώσεως — μιλφώσεω̆ς , μίλφωσις falling off of the eyelashes fem gen sg (attic) …