μήλῳ

  • 11καταμηλώ — καταμηλῶ, όω (Α) 1. εξετάζω την πληγή βάζοντας τη μήλη 2. προκαλώ εμετό βάζοντας καθετήρα 3. μτφ. αναγκάζω με το δικαστήριο τον κλέφτη να αποδώσει, να «ξεράσει», τα κλοπιμαία 4. φρ. «καταμηλῶ τὰ έρια» βυθίζω το μαλλί σε βαφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) …

    Dictionary of Greek

  • 12μήλωση — η (Α μήλωσις) [μηλώ] εξέταση τραύματος με τη μήλη νεοελλ. φρ. «μήλωση τής μήτρας» η εξέταση τού βάθους τής μήτρας με ειδική βαθμονομημένη μήλη αρχ. η χρήση τής μήλης …

    Dictionary of Greek

  • 13μηλωτή — (I) η (ΑΜ μηλωτή) δέρμα προβάτου, προβειά ή κάθε ακατέργαστο και τριχωτό δέρμα ζώου νεοελλ. μσν. είδος επενδύτη ή κάλυμμα τών ώμων που έχει κατασκευαστεί από τριχωτό δέρμα, ιδίως προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο», πιθ. από αμάρτυρο ρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 14μηλωτίς — μηλωτίς, ίδος, ἡ (Α) μήλη, καθετήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηλῶ «εξετάζω με τη μήλη» + επίθημα τίς (πρβλ. λιβανω τίς, στεφανω τίς)] …

    Dictionary of Greek

  • 15μηλωτρίς — μηλωτρίς, ίδος, ἡ (Α) εργαλείο για εξέταση τραυμάτων ή για καθαρισμό τών αφτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηλῶ «εξετάζω με τη μήλη» + επίθημα τρίς (πρβλ. λιβανω τρίς, στεφανω τρίς)] …

    Dictionary of Greek

  • 16πελάγιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιστρία και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Θεωρείται πολιούχος και προστάτης της Κωνστάντζας. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Αυγούστου. 2. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο το 925. Η μνήμη του… …

    Dictionary of Greek

  • 17προμηλώ — όω, Α εξετάζω με τη μήλη* προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μηλῶ (< μήλη)] …

    Dictionary of Greek

  • 18προσβάλλω — ΝΜΑ, προσβάνω και προσβέλνω Ν, επικ. τ. προτιβάλλω Α [βάλλω] κάνω επίθεση, επιτίθεμαι, εφορμώ («τὴν μὲν ἄλλην στρατιὴν κελεύειν πέριξ προσβάλλειν τὸ τεῑχος» Ηρόδ.) νεοελλ. 1. βλάπτω, κάνω κακό («ο ιὸς προσβάλλει κυρίως το νευρικό σύστημα») 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 19μιμηλῶ — μιμηλάζω imitate fut ind act 1st sg (attic epic ionic) μῑμηλῶ , μιμηλός imitative masc/neut gen sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 20μιμηλῷ — μιμηλάζω imitate fut opt act 3rd sg μῑμηλῷ , μιμηλός imitative masc/neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)