μήκιστος
1μήκιστος — tallest masc nom sg …
2μήκιστος — η, ο (ΑΜ μήκιστος, ίστη, ον, Α δωρ. τ. μάκιστος, ίστη, ον) νεοελλ. (για μυ) αυτός που εκτείνεται από την ιερά χώρα μέχρι τις μαστοειδείς αποφύσεις τού κρανίου αρχ. 1. πολύ υψηλός στο ανάστημα («οὓς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Οδ.) 2 …
3μηκίστων — μήκιστος tallest fem gen pl μήκιστος tallest masc/neut gen pl …
4μήκιστον — μήκιστος tallest masc acc sg μήκιστος tallest neut nom/voc/acc sg …
5μηκίσταις — μήκιστος tallest fem dat pl …
6μηκίστη — μήκιστος tallest fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
7μηκίστην — μήκιστος tallest fem acc sg (attic epic ionic) …
8μηκίστης — μήκιστος tallest fem gen sg (attic epic ionic) …
9μηκίστοις — μήκιστος tallest masc/neut dat pl …
10μηκίστου — μήκιστος tallest masc/neut gen sg …