μήδευμα

  • 1μήδευμα — μήδευμα, τὸ (Α) στρατήγημα, τέχνασμα, πονηρό σχέδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήδομαι «σκέπτομαι, σχεδιάζω, μελετώ», κατά τα ουδ. σε ευμα] …

    Dictionary of Greek