μὴ ῥιφθῶ κυσὶν πρόβλητος

  • 1πρόβλητος — ον, Α [προβάλλω] (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει ριχθεί έξω («μὴ ριφθῶ κυσὶν πρόβλητος οἰκνοῑς θ ἕλωρ», Σοφ.) 2. (για μέταλλο) σφυρηλατημένος, πεπλατυσμένος σε ελάσματα …

    Dictionary of Greek