μὴ χρώμασιν
1χρώμασιν — χρώ̱μασιν , χρῶμα skin neut dat pl …
2вапъ — ВАП|Ъ (25), А с. Краска: и како ре(ч). ц(с)рю скорѣѥ ст҃ць противоу приведе. чс҃тьнъ вамъ кр҃стъ и тѣми въѡбражаѥмъ и тъ. и кованиѥмь и вапы пишемы. ЖФСт XII, 110 об.; тъгда творѩахоу бы наричающе. и вапы пишюще. (διὰ... χρωμάτων) КЕ XII, 249б;… …
3επανθίζω — (Α ἐπανθίζω) στολίζω με άνθη, ανθοστολίζω, δίνω ανθηρό χρώμα, πλουμίζω, στολίζω, διανθίζω («χρώμασιν ἐπηνθισμένον τὸν βασιλέα», Διόδ.) αρχ. ποικίλλω («ἰὼ πολλοῑς ἐπανθίσαντες πόνοισι γενεάν», Αισχύλ.) …
4ξυλώδης — ες (ΑΜ ξυλώδης, ῶδες) [ξύλον] αυτός που μοιάζει με ξύλο, ξυλοειδής, σκληρός και τραχύς σαν ξύλο («ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεις αἱ χλαμύδες», Πλούτ.) νεοελλ. 1. γεμάτος ξύλα, πλούσιος σε ξύλα 2.φρ. «ξυλώδες φυτό» το φυτό που έχει… …