μὴ φείδεσθε
1φείδεσθε — φείδομαι spare pres imperat mp 2nd pl φείδομαι spare pres ind mp 2nd pl φείδομαι spare imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
2φείδεσθ' — φείδεσθε , φείδομαι spare pres imperat mp 2nd pl φείδεσθε , φείδομαι spare pres ind mp 2nd pl φείδεσθαι , φείδομαι spare pres inf mp φείδεσθε , φείδομαι spare imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
3φείδομαι — ΝΜΑ 1. κάνω μέτρια και εσκεμμένη χρήση, καταναλώνω με μέτρο, διαθέτω με περίσκεψη 2. είμαι φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγγουνεύομαι 3. (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) διατηρώ σώο, αφήνω απείραχτο, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων… …
4ετοιμοθάνατος — η, ο (ΑΜ ἑτοιμοθάνατος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά στον θάνατο, ο μελλοθάνατος 2. (για λύχνο) αυτός που είναι έτοιμος να σβήσει μσν. ο έτοιμος να πεθάνει, δηλ. ο απελπισμένος («ἑτοιμοθάνατοι οὐδὲ ψυχῶν ὑμῶν φείδεσθε», Θεοφάν.)… …