μὴ φίλια εἶναι

  • 81Ανδρόνικος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός του 5ου αι. π.Χ. 2. Τραγικός υποκριτής (4ος αι. π.Χ.). Δάσκαλος του Δημοσθένη στην τέχνη της απαγγελίας. 3. Α. ο Ολύνθιος (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος σε όλη την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διετέλεσε… …

    Dictionary of Greek

  • 82Γιλγαμές — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας του περίφημου μύθου της Μεσοποταμίας, που ανάγεται στις αρχαιότερες παραδόσεις των Σουμερίων. Το Έπος του Γ. τοποθετείται στο περιβάλλον του νότιου μεσοποταμιακού πολιτισμού στο πρώτο μισό της τρίτης χιλιετίας π.Χ., ή… …

    Dictionary of Greek

  • 83Καλβίνος — (Calvinus, Νουαγιόν, Πικαρδία 1509 – Γενεύη 1564). Εκλατινισμένο όνομα του Γάλλου θεολόγου της Μεταρρύθμισης Ζαν Κοβέν (Jean Cauvin). Υπήρξε ο ιδρυτής της διδασκαλίας του καλβινισμού, στην οποία έδωσε το όνομά του. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία …

    Dictionary of Greek

  • 84Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… …

    Dictionary of Greek

  • 85Νοβέρ, Ζαν-Ζορζ — (Jean Georges Noverre, Παρίσι 1727 – Σεν Ζερμέν αν Λε 1810). Γάλλος θεωρητικός του χορού, χορογράφος και χορευτής. Μαθητής του Λουί Ντιπρέ, ο Ν. ανέπτυξε σημαντική δραστηριότητα χορευτή και χορογράφου. Ταξίδεψε πολύ σε όλη την Ευρώπη, έκανε… …

    Dictionary of Greek

  • 86Ντομιέ, Ονορέ — (Daumier Honore, 1808 – 1879). Γάλλος λιθογράφος, ζωγράφος και γλύπτης. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και όλων των εποχών. Ο πατέρας του, υαλοπώλης με ποιητικές φιλοδοξίες, εγκατέλειψε το 1814 τη Μασσαλία και… …

    Dictionary of Greek

  • 87Πέζαρο — I (Pesaro). Επώνυμο οικογένειας από τη Βενετία, της οποίας τα γνωστότερα μέλη ήταν οι ακόλουθοι: 1. Αντώνιος ντα–. Aρμοστής της Άνδρου από το 1507 έως το 1512. 2. Βενέδικτος ή Βενεδέτος. Ναύαρχος. Το 1500, ως αρχηγός του ενωμένου ισπανικού και… …

    Dictionary of Greek

  • 88Σέελε, Καρλ Βίλχελμ — (Scheele). Σουηδός χημικός (Στράλσουντ 1742 Καίπινγκ 1786). Από φτωχή οικογένεια, σε ηλικία 14 ετών προσελήφθη μαθητευόμενος σ’ ένα φαρμακείο του Γκότενμπουργκ. Μελέτησε τα λίγα βιβλία και το συνταγολόγιο του φαρμακείου, αλλά ασχολήθηκε ιδιαίτερα …

    Dictionary of Greek

  • 89Σένμπεργκ, Άρνολντ — (Schonberg). Αυστριακός συνθέτης και θεωρητικός εβραϊκής καταγωγής (Βιέννη 1874 Λος Άντζελες 1951). Σπούδασε βιολί και βιολοντσέλο και στη σύνθεση επωφελήθηκε (στην ουσία ο Σ. ήταν αυτοδίδακτος) από τη διδασκαλία του Αλεξάντερ φον Ζεμλίνσκι,… …

    Dictionary of Greek

  • 90Σκαρλάτι — (Scarlatti). Επώνυμο δύο Ιταλών μουσικών. 1. Αλεσάντρο. Συνθέτης (Παλέρμο 1660 Νεάπολη 1725). Γεννημένος μέσα σε οικογένεια μουσικών (η αδελφή του Άννα Μαρία ήταν μεγάλη τραγουδίστρια και οι αδελφοί του Φραντσέσκο και Τομάζο διακρίθηκαν ο πρώτος… …

    Dictionary of Greek