μὴ φίλια εἶναι

  • 121στενότητα — η / στενότης, ητος, ΝΜΑ, και ιων. τ. στεινοτης Α [στενός] 1. η ιδιότητα τού στενού, το να είναι κάτι στενό («στενότητα χώρου») 2. συνεκδ. έλλειψη, ανεπάρκεια (α. «οικονομική στενότητα» ποσοτική και ποιοτική ανεπάρκεια αγαθών και παραγωγικών… …

    Dictionary of Greek

  • 122συνδέω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [δέω (II) / δένω] 1. ενώνω, δένω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους 2. συνάπτω πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τούς συνδέει στενή φιλία» β. «τὸ μὲν γὰρ… …

    Dictionary of Greek

  • 123σύσταση — η / σύστασις, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύστασις Α [συνίστημι] 1. σύνθεση, κατασκευή 2. συγκρότηση, συναρμολόγηση 3. ίδρυση, σχηματισμός (α. «σύσταση ανώνυμης εταιρείας» β. «σύστασις ἐπιβουλῆς», Πολ.) 4. φυσική σύνθεση, υφή, υπόσταση (α. «υδαρούς… …

    Dictionary of Greek

  • 124υπεροχή — η / ὑπεροχή, ΝΜΑ [ὑπερέχω] το να είναι κανείς ή κάτι ανώτερο ως προς την ποιότητα, την ποσότητα, το μέγεθος ή την αξία σε σχέση με κάποιον ή με κάτι άλλο, ανωτερότητα νεοελλ. 1. μαθημ. ο αριθμός που προκύπτει από την πράξη τής αφαίρεσης, το… …

    Dictionary of Greek

  • 125χωρισιά — η / χωρισία, ΝΜ, και διαλ. τ. χωρισά Ν [χωρίζω] χωρισμός, αποχωρισμός νεοελλ. 1. διανομή, μοιρασιά 2. διαζύγιο 3. παροιμ. «αντάμα δεν μονιάζουμε κι η χωρισά κακή ναι» λέγεται για εκείνους που όταν είναι μαζί φιλονικούν και όταν χωρίζουν επιθυμούν …

    Dictionary of Greek

  • 126Αβασγοί — Ένας από τους αρχαιότερους λαούς της καυκασιανής φυλής. Κατοικούν κατά μήκος της ανατολικής παραλίας του Εύξεινου Πόντου, στις δυτικές υπώρειες του Καυκάσου. Η γλώσσα τους είναι το πιο δύσκολο καυκασιανό ιδίωμα. ΟιΑ. ήλθαν πολύ νωρίς σε… …

    Dictionary of Greek

  • 127Αμαλασούνθα — I (Amalasuntha, 6ος αι. μ.Χ.).Κόρη του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχου. Μετά τον θάνατο του πατέρα της (526), κυβέρνησε (534 5) εν ονόματι του ανήλικου διαδόχου Αταλάριχου. Προσπάθησε να συγχωνεύσει σε ένα έθνος τους Ρωμαίους και τους Γότθους… …

    Dictionary of Greek

  • 128Αντωνίου, Δημήτριος — (Μοζαμβίκη Αφρικής 1906 – 1994). Πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού και ποιητής. Καταγόταν από την Κάσο της Δωδεκανήσου. Το 1912 εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα, όπου τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Σταδιοδρόμησε στο εμπορικό ναυτικό… …

    Dictionary of Greek