μὴ γενέσϑαι μηδαμᾶ μέζονας ἀνϑρώπους τῶν νῦν
1μηδαμά — και μηθαμά (Α) επίρρ. 1. (χρόνου) ποτέ, μηδέποτε 2. (τρόπου) με κανέναν τρόπο («μὴ μὲν γενέσθαι μηδαμὰ μέζονας ἀνθρώπους τῶν νῡν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός «κανένας» + επιρρμ. κατάλ. ά] …
1μηδαμά — και μηθαμά (Α) επίρρ. 1. (χρόνου) ποτέ, μηδέποτε 2. (τρόπου) με κανέναν τρόπο («μὴ μὲν γενέσθαι μηδαμὰ μέζονας ἀνθρώπους τῶν νῡν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός «κανένας» + επιρρμ. κατάλ. ά] …