μέταυλος
1μέταυλος — μέταυλος, ον (Α) (αττ. τ.) βλ. μέσαυλος …
2μέταυλος — masc/fem nom sg …
3μέταυλον — μέταυλος masc/fem acc sg μέταυλος neut nom/voc/acc sg …
4μεταύλους — μέταυλος masc/fem acc pl …
5μεταύλῳ — μέταυλος masc/fem/neut dat sg …
6μέταυλοι — μέταυλος masc/fem nom/voc pl …
7ДОМ — • Domus. I. Греческий дом. Весьма трудно представить устройство греческого дома за неимением остатков древнегреческих жилищ и по причине отрывочности, запутанности и неполноты сохранившегося о нем предания (полнее всех известия,… …
8μέσαυλος — μέσαυλος, ον (ΑM, Α επικ. τ. μέσσαυλος, ον, αττ. τ. μέταυλος, ον) το θηλ. ως ουσ. ἡ μέταυλος (ενν. θύρα) πόρτα μεταξύ τής αυλής και τού εσωτερικού τμήματος τού σπιτιού η οποία οδηγούσε από την αυλή προς τα δωμάτια τών γυναικών ή πολύ συχνά μέσω… …
9αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… …
10μεταύλειος — μεταύλειος, ον (Μ) [μέταυλος] (ως επίθ. για θύρα ναών) αυτή που βρίσκεται μετά την αυλή και πριν από τον πρόδομο («μεταυλείῳ θύρᾳ», Ευάγρ.) …