μέσ(σ)-ατος
11χεράτος — ο, Ν ονομασία κυκλικού χορού στον οποίο οι χορευτές κρατούν ο ένας το χέρι τού άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + κατάλ. άτος (πρβλ. μεσ άτος)] …
12κομματίζω — 1. βάζω κάποιον σε κόμμα, κάνω κάποιον κομματικό 2. μέσ. κομματίζομαι α) είμαι ή γίνομαι φανατικός οπαδός ενός κόμματος β) (κυρίως για δημόσιο λειτουργό) κρίνω και ενεργώ σύμφωνα με το συμφέρον τού κόμματος στο οποίο ανήκω ενώ η δεοντολογία και… …
13κτεατίζω — (Α) (ενεργ. και μέσ.) αποκτώ, προμηθεύομαι, κερδίζω (α. «κούρην,... δουρὶ δ ἐμῷ κτεάτισσα», Ομ. Ιλ. β. «αὖθις ἀπ ἀλλοτρίων κτεατίσσεται ἄρκιον ὄλβον», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κτέαρ, ατος (τὸ) + ίζω (πρβλ. κερματ ίζω, χρηματ ίζω)] …
14περατώνω — περατῶ, όω, ΝΜΑ [πέρας, ατος] φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω κάποιο έργο αρχ. 1. περικλείω εντός ορίων, περιορίζω 2. (μέσ. και παθ.) περατώνομαι α) περιορίζομαι β) είμαι πεπερασμένος γ) γραμμ. λήγω, καταλήγω …
15πλεγματεύω — Α [πλέγμα, ατος] (κατά τον Ησύχ.) 1. κατασκευάζω πλέγματα 2. μέσ. πλεγματεύομαι «συμπλέκομαι» …
16συνθηματίζω — Μ [σύνθημα, ατος] 1. δίνω το σύνθημα για να αρχίσει κάτι («αἱ βρονταὶ εἶεν ἂν κατὰ σάλπιγγας μάχην συνθηματιζούσας», Ευστ.) 2. μέσ. συνθηματίζομαι συμφωνώ για κάτι, το ορίζω («παιδιᾱς ἡμέραν συνθηματίζεται δι ἀσιδήρων δορατισμῶν», Νικ. Χων.) …
17τελματώνω — τελματῶ, όω, ΝΜΑ [τέλμα, ατος] μεταβάλλω σε τέλμα νεοελλ. μέσ. τελματώνομαι μτφ. μένω στάσιμος, αποτελματώνομαι …
18υπομνηματίζω — ὑπομνηματίζω, ΝΑ [ὑπόμνημα, ατος] συντάσσω ερμηνευτικές σημειώσεις σε κείμενα συγγραφέων, σχολιάζω αρχ. (κυρίως μέσ. και παθ.) ὑπομνηματίζομαι α) συγγράφω απομνημονεύματα («τὰ δ ἐν τῷ περὶ ψυχῆς διαλόγῳ ῥηθέντα κατ ἰδίαν ὑπομνηματισάμενός σοι… …
- 1
- 2