μέρμις
1μέρμις — μέρμις, ιθος, ἡ (Α) βλ. μέρμιθα …
2μέρμις — μέρμῑς , μέρμις cord fem nom sg …
3μέρμιθα — η (Α μέρμις, ιθος και μέρμιθα) σχοινί, τριχιά, σπόγγος νεοελλ. το σχοινί που χρησιμεύει για το ράψιμο τών ιστίων τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το επίθημα μι τής λ. μπορεί να παραβληθεί με εκείνο τού τ. ἕλμινς*, λίμινθες*, ενώ είναι πιθανό …
4μέρμιθος — ο (Α μέρμιθος) η μέρμιθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μέρμις, ιθος, με αλλαγή γένους] …
5μήρινθος — μήρινθος, και σμήρινθος ἡ (Α) 1. σχοινί, σπόγγος («οὐ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῷ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός», Ομ. Ιλ.) 2. ορμιά αλιευτική, πετονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι λ. μήρινθος και μηρύομαι εμφανίζουν πιθ. την εκτεταμένη βαθμίδα *mēr τής ΙΕ… …
6μιρμίδι — το λεπτή χρυσή κλωστή νήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρμις, ιθος (βλ. μέρμιθα) «σχοινί, σπάγγος» + υποκορ. κατάλ. ίδι] …
7μέρμιθα — μέρμῑθα , μέρμις cord fem acc sg …
8μέρμιθι — μέρμῑθι , μέρμις cord fem dat sg …
9μέρμιθος — μέρμῑθος , μέρμις cord fem gen sg μερμιθος cord masc nom sg …
10mer-1 — mer 1 English meaning: to plait, bind; rope Deutsche Übersetzung: “flechten, binden; Schnur, Masche, Schlinge” Note: extended meregh , merǝgh Material: Gk. μέρμῑς, ῑθος f. “ filament “; lengthened grade μηρύομαι “wickle… …