μέρμερον χρῆμα

  • 1μέρμερος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Ιάσονα και της Μήδειας. Ήταν αδελφός του Φέρητα, μαζί με τον οποίο βρήκε φρικτό θάνατο όταν η Μήδεια θέλησε να τους σκοτώσει· τα παιδιά κατέφυγαν στο ιερό της Ήρας, αλλά δεν κατόρθωσαν να …

    Dictionary of Greek