μέρμερα
1μέρμερα — μέρμερος baneful neut nom/voc/acc pl …
2μέρμερ' — μέρμερα , μέρμερος baneful neut nom/voc/acc pl μέρμερε , μέρμερος baneful masc/fem voc sg …
3μέρμερος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Ιάσονα και της Μήδειας. Ήταν αδελφός του Φέρητα, μαζί με τον οποίο βρήκε φρικτό θάνατο όταν η Μήδεια θέλησε να τους σκοτώσει· τα παιδιά κατέφυγαν στο ιερό της Ήρας, αλλά δεν κατόρθωσαν να …