μένε-ος
1μένε — μένω stay pres imperat act 2nd sg μένω stay imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
2μένε' — μένεα , μένος might neut nom/voc/acc pl (epic ionic) μένει , μένος might neut nom/voc/acc dual (attic epic) μένεϊ , μένος might neut dat sg (epic ionic) μένει , μένος might neut dat sg μένεε , μένος might neut nom/voc/acc dual (epic ionic) μένει …
3μέν' — μένε , μένω stay pres imperat act 2nd sg μένε , μένω stay imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
4μένεν — μένε̄ν , μένω stay pres inf act (epic doric) μένω stay imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
5μένες — μένε̄ς , μένω stay pres ind act 2nd sg (doric) μένω stay imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
6εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… …
7μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …
8μενεαίνω — (Α) 1. δείχνω προθυμία να κάνω κάτι, προθυμοποιούμαι («μενεαίνεις Ἰλίου ἐξαπαλάξαι πτολίεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ σφοδρά κάτι («ἐμοὶ μενέαινον ὄλεθρον», Κόιντ.) 3. οργίζομαι σφοδρά 4. φρ. «κτεινόμενος μενέαινε» ψυχομαχούσε, πεθαίνοντας ανέπνεε… …
9Λακορντέρ, Ζαν-Μπατίστ Ανρί — (Jean Baptiste Henri Lacordaire, Ρεσέ σιρ Ουρς 1802 – Σορέζ 1861). Γάλλος ιεροκήρυκας και δημοσιολόγος. Υπήρξε ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της καθολικής αντίδρασης εναντίον του βολτερικού σκεπτικισμού και του ιδεαλιστικού σοσιαλισμού… …
10συνιστάμεν' — συνιστάμενα , συνίστημι BJ Prooem. pres part mp neut nom/voc/acc pl συνιστάμενε , συνίστημι BJ Prooem. pres part mp masc voc sg συνιστάμεναι , συνίστημι BJ Prooem. pres part mp fem nom/voc pl συνιστάμεναι , συνίστημι BJ Prooem. pres inf act… …