μέλλῃσιν
1μέλλησιν — μέλλησις being about to do fem acc sg μέλλω to be destined pres subj mp 2nd sg (epic) μέλλω to be destined pres subj act 3rd sg (epic) …
2μέλλῃσιν — μέλλω to be destined pres subj act 3rd sg (epic) …
3μέλλησις — μέλλησις, ἡ (Α) [μέλλω] 1. ετοιμότητα, προπαρασκευή, ιδίως πολεμική, εξοπλισμός 2. σκοπός που δεν εκπληρώθηκε («καὶ Ἀργεῑοι διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐν τῇ πόλει τινὰς ὑποπτεύσαντες τοὺς μὲν ξυνέλαβον, οἱ δ αὐτοὺς καὶ διέφυγον», Θουκ.) 3.… …