μέλλησις
11μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… …
12μεταμελλησμός — μεταμελλησμός, ὁ (Α) γλωσσ. μέλλησις, όκνος, βραδύτητα, δισταγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μελλησμός «καθυστέρηση» (< μέλλω «διστάζω, οκνώ»)] …
13ՅԵՐԿԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0358 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 12c գ. ՅԵՐԿԱՐՈՒԹԻՒՆ μακρότης longitudo μέλλησις cunctatio. որ եւ ԵՐԿԱՐՈՒԹԻՒՆ, ԵՐԿԱՅՆՈՒԹԻՒՆ, եւ ՅԵՐԿԱՐԱՁԳՈՒԹԻՒՆ. ... *Զի մի՛ յերկարութիւն ճառիցս լիցի՝ ձանձրութիւն ընթերցողաց …
14μελλήσεως — μελλήσεω̆ς , μέλλησις being about to do fem gen sg (attic) …
15μελλήσῃ — μελλήσηι , μέλλησις being about to do fem dat sg (epic) μέλλω to be destined aor subj mid 2nd sg μέλλω to be destined aor subj act 3rd sg μέλλω to be destined fut ind mid 2nd sg …
- 1
- 2