μέλαις
1Μέλαις — Μέλης masc dat pl (doric) …
2μέλαις — μέλη fem dat pl …
3μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …
4πιμελαῖς — πῑμελαῖς , πιμελή soft fat fem dat pl …