μέθυσμα
1μέθυσμα — (ΑM, Μ και μέθυσμαν, τὸ) [μεθύω] μέθη, μεθύσι αρχ. μεθυστικό ποτό …
2μέθυσμα — an intoxicating drink neut nom/voc/acc sg …
3μεθυσμάτων — μέθυσμα an intoxicating drink neut gen pl …
4μεθύσματι — μέθυσμα an intoxicating drink neut dat sg …
5μεθύσματος — μέθυσμα an intoxicating drink neut gen sg …
6χασισοποσία — η η πόση χασίς και το μέθυσμα που προκαλείται απ αυτό: Το χαν ρίξει στη χασισοποσία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)