μέγας
21Κάρολος ο Μέγας — Βλ. λ. Καρλομάγνος …
22Λιμήν Μέγας — Ονομασία του ανατολικού λιμανιού της Αλεξάνδρειας, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Καταλάμβανε τον χώρο μεταξύ του φάρου του νησιού Φάρου και της Λοχιάδας άκρας. Αποτελούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα το κυριότερο λιμάνι της Αλεξάνδρειας …
23Ναπολέων Α’, ο Μέγας — (Napoleon I Bonaparte, Αιάκιο, Κορσική 1769 – Αγία Ελένη 1821). Αυτοκράτορας των Γάλλων, δευτερότοκος γιος του Καρόλου Βοναπάρτη και της Λετίτσια Ραμορίνο. Αφού φοίτησε στις στρατιωτικές σχολές του Μπριέν, του Παρισιού και της Βαλάνς (όπου… …
24μεγάλω — μέγας big masc/neut nom/voc/acc dual μέγας big masc/neut acc dual μέγας big masc/neut gen sg (doric aeolic) μέγας big masc/neut nom dual μέγας big masc/neut voc dual …
25μεγαλᾶν — μέγας big fem gen pl (doric) μέγας big masc gen pl (doric) μέγας big masc/fem gen pl (doric) …
26μεγαλέων — μέγας big fem gen pl (epic ionic) μέγας big masc gen pl (epic ionic) μέγας big masc/fem gen pl (epic ionic) …
27μεγαλώτερον — μέγας big masc acc comp sg μέγας big neut nom/voc/acc comp sg μέγας big neut voc comp sg …
28μεγάλοιν — μέγας big masc/neut gen/dat dual μέγας big masc/neut dat dual μέγας big masc/neut gen dual …
29μειζότερον — μέγας big adverbial comp μέγας big masc acc comp sg μέγας big neut nom/voc/acc comp sg …
30μείζω — μέγας big neut acc comp pl μέγας big neut nom comp pl μέγας big masc/fem acc comp sg …