μέγας

  • 11Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …

    Dictionary of Greek

  • 12Αντώνιος o Μέγας — (Αίγυπτος 250; – Θήβαι, Αίγυπτος 356;). Άγιος της Ανάτ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γόνος πλούσιων χριστιανών, μετά τον θάνατο των γονέων του (ήταν τότε20 ετών) μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και έγινε ασκητής. Ο Α. έγινε ονομαστός όχι από τα… …

    Dictionary of Greek

  • 13Κωνσταντίνος ο Μέγας — (Flavius Valerius Constantinus, Ναϊσσός Μοισίας [σημερινή Νις Σερβίας] 280; – Νικομήδεια Βιθυνίας 337 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (306 337), ιδρυτής του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους (Βυζαντινής αυτοκρατορίας). Ήταν γιος του Κωνσταντίου του Χλωρού …

    Dictionary of Greek

  • 14Αλβέρτος ο Μέγας — (Albertus Magnus, Λόιγκεν, Σουηβία, περ. 1200 Κολονία 1280). Δομινικανός φιλόσοφος και θεολόγος, δάσκαλος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Σπούδασε στην Πάντοβα και δίδαξε στο Ρέγκενσμπουργκ, στο Παρίσι και στην Κολονία, όπου διηύθυνε τη Γαλλική… …

    Dictionary of Greek

  • 15βύας ο μέγας — Γένος πτηνών της οικογένειας των γλαυκιδών, με την κοινή (και πιο διαδεδομένη) ονομασία μπούφος. Ονομάζεται μέγας γιατί είναι το μεγαλύτερο νυκτόβιο πτηνό (φτάνει τα 50 70 εκ.). Το χρώμα του είναι καστανό, πιο βαθύ στη ράχη και πιο ανοιχτό στην… …

    Dictionary of Greek

  • 16Αθανάσιος ο Μέγας — (295 – 373 μ.Χ.). Τίποτα σχεδόν δεν είναι γνωστό για την παιδική και τη νεανική του ηλικία, παρά μόνο ότι είχε άρτια φιλοσοφική και θεολογική μόρφωση. Ως διάκονος συνόδευσε τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της… …

    Dictionary of Greek

  • 17Αλφρέδος ο Μέγας — (Alfred the Great,849 – 899). Βασιλιάς των Αγγλοσαξόνων (871 899). Διαδέχτηκε τον αδελφό του Εθελρέδο Α’, βασιλιά του Γουέσεξ, τη στιγμή που στην Αγγλία έκαναν εισβολή οι Δανοί. Νίκησε τους Σκανδιναβούς στο Γουίλτον, τους ανάγκασε να εκκενώσουν… …

    Dictionary of Greek

  • 18Βασίλειος ο Μέγας — (Καισάρεια 330; – 379). Πατέρας, οικουμενικός διδάσκαλος και άγιος της Εκκλησίας. Γόνος ευγενούς οικογένειας, γνωστής για την ευσέβεια και την προσφορά της στην εκκλησία πολλών θεολόγων και εκκλησιαστικών ανδρών, έγινε επίσκοπος Καισαρείας και… …

    Dictionary of Greek

  • 19Διονύσιος ο Μέγας — (; – 295 μ.Χ.). Θεολόγος και επίσκοπος Αλεξανδρείας. Ήταν μαθητής του Ωριγένη. To 231 ορίστηκε επικεφαλής της κατηχητικής σχολής της Αλεξάνδρειας και το 247 προχειρίσθηκε σε επίσκοπο της πόλης. Καταδιώχθηκε στους δύο μεγάλους διωγμούς της εποχής… …

    Dictionary of Greek

  • 20Καρλομάγνος ή Κάρολος ο Μέγας — (Charlemagne, 742 – Άαχεν 814). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (800 814) και βασιλιάς των Φράγκων (768 814). Στέφθηκε βασιλιάς μετά τον θάνατο του πατέρα του, Πεπίνου του Βραχύ, μοιράστηκε τον θρόνο μαζί με τον αδελφό του Καρλομάνο …

    Dictionary of Greek