μάτης

  • 1μάτης — μάτη folly fem gen sg (attic epic ionic) ματάω to be idle pres ind act 2nd sg ματάω to be idle imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2τσιμπλομάτης — α, ικο, θηλ. και τσιμπλοματού, Ν τσιμπλιάρης, τσίμπλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίμπλα + μάτης (< μάτι), πρβλ. αετο μάτης] …

    Dictionary of Greek

  • 3χαμηλομάτης — α, ικο, Ν (κυριολ. και μτφ.) χαμηλοθώρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + μάτης (< μάτι), πρβλ. μαυρο μάτης] …

    Dictionary of Greek

  • 4αμυγδαλομάτης — ο (θηλ. –μάτα) αυτός που έχει μάτια σε σχήμα αμυγδάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + μάτης < μάτι] …

    Dictionary of Greek

  • 5σύνθετος — η, ο / σύνθετος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθετος, ον και τ. θηλ. συνθετὴ ή συνθέτη Α [συντίθημι] 1. αυτός που έχει συγκροτηθεί από πολλά επιμέρους τμήματα ή στοιχεία αρμονικά ενωμένα, ο πολυμερής (α. «σύνθετη λέξη» λέξη που απαρτίζεται από δύο ή… …

    Dictionary of Greek

  • 6Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… …

    Dictionary of Greek