μάσημα
1μάσημα — something to chew neut nom/voc/acc sg …
2μάσημα — το (AM μάσημα) [μασώ] τροφή, φαγητό νεοελλ. 1. η μάσηση 2. οικονομική απομύζηση μσν. δερμάτινο εξάρτημα που τοποθετείται στο στόμα τού αλόγου, ενστόμισμα …
3μάσημα — το το να μασά κανείς τις τροφές: Να καταπίνεις την τροφή σου ύστερα από αρκετό μάσημα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4μασημάτων — μάσημα something to chew neut gen pl …
5μασήματα — μάσημα something to chew neut nom/voc/acc pl …
6μασήματος — μάσημα something to chew neut gen sg …
7μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… …
8αναμάσηση — η συνεχές μάσημα ή ξαναμάσημα τής τροφής, μηρυκασμός …
9δόντι — το (Μ ὀδόντιν, δόντιον, δόντιν) 1. καθένα από τα οστεοειδή όργανα τα οποία, εμφυτευμένα συμμετρικά στις φατνικές αποφύσεις τών γνάθων, χρησιμεύουν για το μάσημα τής τροφής 2. κάθε προεξοχή σκεύους, οργάνου, εργαλείου, τείχους που μοιάζει με δόντι …
10κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …