μάσημα
21δόντι — το 1. καθένα από τα λευκά οστάρια που χρησιμεύουν στο μάσημα της τροφής. 2. μτφ., το μέσο: Πήρε ευνοϊκή μετάθεση γιατί είχε δόντι. 3. κάθε προεξοχή που μοιάζει με δόντι: Δόντια του μαχαιριού. – Δόντια της χτένας κτλ. 4. φρ., «Δεν είναι για τα… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
22μασούλισμα — μασούλισμα, το και μασούλημα, το, ατος ασταμάτητο και σιγανό μάσημα: Το μασούλισμά του είναι ενοχλητικό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Страницы