μάργῃ
1μάργη — η βλ. μάργα …
2μάργη — μάργος mad fem nom/voc sg (attic epic ionic) μαργάω raging pres imperat act 2nd sg (doric) μαργάω raging pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) μαργάω raging imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
3μάργῃ — μάργος mad fem dat sg (attic epic ionic) …
4μάργος — μάργος, ον, θηλ. και μάργη (Α) 1. μανιακός, παράφρονας, τρελός («θυμὸς μάργος», Θέογν.) 2. (για άλογο) ορμητικός («μάργων ἐπιβήτορες ἵππων», Ομ. Επίγρ.) 3. (για κρασί) δυνατός («οἶνος δὲ oἱ ἔπλετο μάργος», Ησίοδ.) 4. μτφ. αισχρός, ασελγής,… …
5αργιλοκιμωλία — η η μάργη* …
6μάργα — Ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από ασβεστόλιθο και άργιλο. Η επιφάνειά της είναι αλαμπής και κογχοειδής, ενώ η υφή της είναι γενικά ανώμαλη. Έχει λιπαρή αφή, θρυμματίζεται αν εκτεθεί στον αέρα και παρουσιάζει όλα τα χρώματα από το μαύρο έως …