μάκρυμμα
1μάκρυμμα — μάκρυμμα, τὸ (Α) πράγμα που απορρίπτεται, που απομακρύνεται ως βδέλυγμα …
2μακρύμμασιν — μάκρυμμα a thing put far away neut dat pl …
1μάκρυμμα — μάκρυμμα, τὸ (Α) πράγμα που απορρίπτεται, που απομακρύνεται ως βδέλυγμα …
2μακρύμμασιν — μάκρυμμα a thing put far away neut dat pl …