μάγος
1Μᾶγος — masc nom sg …
2Μάγος — one of the priests and wise men in Persia masc nom sg …
3μάγος — one of the priests and wise men in Persia masc nom sg …
4μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… …
5μάγος — ο θηλ. ισσα 1. αυτός που ασχολείται με τις απόκρυφες τέχνες, τη μαγεία: Στο θέαμα που είδαμε συμμετείχαν μάγοι και ταχυδακτυλουργοί. 2. αυτός που ξεγελά τους άλλους, απατεώνας, αγύρτης: Της είπαν κάτι μάγοι ότι θα τη βοηθήσουν και τους έδωσε ένα… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6Σίμων ο Μάγος — Σύγχρονος του Ιησού (1ος αι. μ.Χ.), από τη Σαμάρεια ή την Κύπρο, μάγος και αιρετικός του χριστιανισμού. Παρακολουθώντας το κήρυγμα του Φίλιππου στη Σαμάρεια, ο Σ. πείστηκε ότι ο χριστιανισμός ήταν ισχυρότερος από τη μαγική δύναμη και βαφτίστηκε… …
7Μάγοιο — Μάγος one of the priests and wise men in Persia masc gen sg (epic) Μά̱γοιο , Μᾶγος masc gen sg (epic) …
8Μάγοις — Μάγος one of the priests and wise men in Persia masc dat pl Μά̱γοις , Μᾶγος masc dat pl …
9Μάγοισι — Μάγος one of the priests and wise men in Persia masc dat pl (epic ionic aeolic) Μά̱γοισι , Μᾶγος masc dat pl (epic ionic aeolic) …
10Μάγοισιν — Μάγος one of the priests and wise men in Persia masc dat pl (epic ionic aeolic) Μά̱γοισιν , Μᾶγος masc dat pl (epic ionic aeolic) …