μώλυσις
1μώλυσις — και μώλυνσις και μόλυνσις, ἡ (Α) [μωλύ(ν)ω] 1. βράσιμο σε σιγανή φωτιά, σιγανό βράσιμο 2. το να καθιστά κανείς κάτι μαλακό, μαλάκυνση 3. ταχεία αύξηση σιτηρών …
2μώλυσις — imperfect boiling fem nom sg …
3μώλυσιν — μώλυσις imperfect boiling fem acc sg μῶλυ moly neut dat pl …
4μωλύσεως — μωλύσεω̆ς , μώλυσις imperfect boiling fem gen sg (attic) …