μύϑους
91μυθικός — ή, ὁ (ΑΜ μυθικός, ή, όν) [μύθος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μύθο, μυθώδης («μυθικόν τινα ὕμνον», Πλάτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στην εποχή τών μύθων και τής μυθολογίας, αυτός που προηγείται χρονικά τής τεκμηριωμένης ιστορίας… …
92μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… …
93μυθογράφος — ο (Α μυθογράφος) αυτός που γράφει, που συνθέτει μύθους, ο μυθοπλάστης («οὐκ ἃν ἔτι πρέπον εἴη ποιηταῑς καὶ μυθογράφοις χρῆσθαι μάρτυσι περὶ τῶν ἀγνοουμένων», Πολύβ.) νεοελλ. αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη συλλογή από ζωντανές αφηγήσεις,… …
94μυθοθρησκεία — μυθοθρησκεία, ἡ (Α) θρησκεία η οποία βασίζεται σε μύθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + θρησκεία] …
95μυθολογικός — ή, ὁ (Α μυθολογικός, ή, όν) [μυθολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυθολογία ή αυτός που είναι έμπειρος σε θέματα σχετικά με τη μυθολογία («τὸν ποιητὴν δέοι, εἴπερ μέλλοι ποιητὴς εἶναι, ποιεῑν μύθους... καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθολογικός», Πλάτ.) …
96μυθολογώ — (ΑΜ μυθολογῶ έω) [μυθολόγος] διηγούμαι μυθώδεις ιστορίες, μύθους νεοελλ. ασχολούμαι επιστημονικά με τη μυθολογία, είμαι μυθολόγος (μσν. αρχ.) μιλώ πολύ και άσκοπα, απεραντολογώ, φλυαρώ («καὶ μυθολογεῑν περὶ τῆς ἀποδημίας τῆς ἐκεῑ», Πλάτ.). αρχ. 1 …
97μυθολόγος — ο (ΑΜ μυθολόγος) αυτός που διηγείται μύθους, παλαιές ιστορίες και παραδόσεις νεοελλ. αυτός που ασχολείται επιστημονικά με τη μυθολογία (μσν. αρχ.) αυτός που πλάθει με τη φαντασία του και διηγείται ψεύτικες ιστορίες, ο παραμυθάς αρχ. 1. ως επίθ.… …
98μυθομέριμνος — μυθομέριμνος, ον (Μ) αυτός που μεριμνά για τους μύθους. [ΕΤΥΜΟΛ. μῦθος + μέριμνος (< μέριμνα «φροντίδα»), πρβλ. ληδο μέριμνος] …
99μυθοπλάστης — ο, θηλ. μυθοπλάστρια (ΑΜ μυθοπλάστης) αυτός που επινοεί, που πλάθει μύθους, ο μυθοποιός νεοελλ. ψευδολόγος, ψεύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + πλάστης (< πλάθω), πρβλ. θεο πλάστης, χαλκο πλάστης] …
100μυθοπλαστώ — μυθοπλαστῶ, έω (ΑΜ) [μυθοπλάστης] πλάθω, επινοώ μύθους …