μύωψ
1μύωψ — closing masc/fem nom/voc sg …
2μύωψ — (I) ο (ΑΜ μύωψ) βλ. μύωπας. (II) μύωψ, ὁ (ΑΜ) είδος εντόμου από το οποίο ερεθίζονται τα άλογα και τα βόδια και τρέχουν, ο οίστρος, η αλογόμυγα, η βοϊδόμυγα («βοηλάτην μύωπα κινητήριον», Αισχύλ.) αρχ. 1. πτερνιστήρας, κεντρί, σπιρούνι, με το οποίο …
3μυώπων — μύωψ closing masc/fem gen pl …
4μύωπα — μύωψ closing masc/fem acc sg …
5μύωπας — μύωψ closing masc/fem acc pl …
6μύωπες — μύωψ closing masc/fem nom/voc pl …
7μύωπι — μύωψ closing masc/fem dat sg …
8μύωπος — μύωψ closing masc/fem gen sg …
9μύωψι — μύωψ closing masc/fem dat pl (epic) …
10μύωψιν — μύωψ closing masc/fem dat pl (epic) …
Страницы