μύσταξ
1μύσταξ — upper lip masc nom/voc sg (doric) …
2μύσταξ — ο (Α μύσταξ και, σπαν. βύσταξ, ακος) 1. μουστάκι, το πυκνό τρίχωμα στο άνω χείλος τών ανδρών 2. αραιές τρίχες, νημάτια που φυτρώνουν στο πάνω χείλος ζώων, όπως τής γάτας, τής τίγρης, ή ψαριών, όπως τής τρίγλης, τού μπαρμπουνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… …
3μυστάκων — μύσταξ upper lip masc gen pl (doric) …
4μύστακα — μύσταξ upper lip masc acc sg (doric) …
5μύστακας — μύσταξ upper lip masc acc pl (doric) …
6μύστακες — μύσταξ upper lip masc nom/voc pl (doric) …
7μύστακι — μύσταξ upper lip masc dat sg (doric) …
8μύστακος — μύσταξ upper lip masc gen sg (doric) …
9Moustache — This article is about the type of facial hair. For other uses, see Moustache (disambiguation). Panayot Hitov s moustache Bulgarian hajduk and revolutionary …
10μούσταξ — μούσταξ, ακος, ὁ (Μ) μύσταξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύσταξ (βλ. και λ. μουστάκι)] …