μύσις
11μύσιν — μύσις closing fem acc sg …
12μύσιος — μύσις closing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) μύσος uncleanness neut gen sg (doric) …
13μανιτάρια — Κοινή ονομασία του υπέργειου, ογκώδους, γενικά μαλακού και σαρκώδους καρποσώματος ή σποριοφόρου σώματος πολλών ανώτερων μυκήτων, το οποίο παράγεται από ένα πλούσια διακλαδιζόμενο μυκήλιο που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους των δασών… …
14μύσεων — μύσεω̆ν , μύσις closing fem gen pl …
15μύσεως — μύσεω̆ς , μύσις closing fem gen sg (attic) …
16μύσῃ — μύσηι , μύσις closing fem dat sg (epic) μύω close aor subj mid 2nd sg μύω close aor subj act 3rd sg μύω close fut ind mid 2nd sg μύζω make the sound aor subj mid 2nd sg μύζω make the sound aor subj act 3rd sg μύζω make the sound fut ind mid 2nd… …
- 1
- 2