μύλλος
1μυλλός — awry masc nom sg μυλλός awry masc nom sg …
2μύλλος — μύλλος, ὁ (Α) το ψάρι μυλοκόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. που συνδέεται πιθ. με το επίθ. μέλος. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή mullus] …
3Μύλλος — Sciaena umbra masc nom sg …
4μύλλος — Sciaena umbra masc nom sg …
5μυλλός — (I) μυλλός, ή, όν (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «μυλλόν καμπύλον, σκολιόν, κυλλόν, στρεβλόν» 2. (κατά τον Ευστ.) «τὸν διεστραμμένον τὴν ὄψιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυλλῶ ή μυλλαίνω (< μύλλον «χείλος»), παρά το ότι η σημ. της λ.… …
6μυλλόν — μυλλός awry masc acc sg μυλλός awry neut nom/voc/acc sg μυλλός awry masc acc sg …
7μυλλούς — μυλλός awry masc acc pl μυλλός awry masc acc pl …
8Μύλλοι — Μύλλος Sciaena umbra masc nom/voc pl …
9μύλλοι — μύλλος Sciaena umbra masc nom/voc pl …
10Μύλλον — Μύλλος Sciaena umbra masc acc sg …