μύθῳ
1μυθώ — (I) μυθῶ, έω (Α) βλ. μυθούμαι (Ι). (II) μυθῶ, όω (Α) βλ. μυθούμαι (II) …
2μυθῶ — μυθέω speak pres subj act 1st sg (attic epic doric) μυθέω speak pres ind act 1st sg (attic epic doric) …
3μύθω — μύ̱θω , μῦθος word masc nom/voc/acc dual μύ̱θω , μῦθος word masc gen sg (doric aeolic) …
4μύθῳ — μύ̱θῳ , μῦθος word masc dat sg …
5ισχνομυθώ — ἰσχυομυθῶ, έω (Α) επιχειρηματολογώ με ακρίβεια και διεξοδικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + μυθῶ (< μυθος < μύθος), πρβλ. αισχρο μυθώ, σεμνο μυθώ] …
6ιχνομυθώ — ἰχνομυθῶ, έω (Μ) εξιστορώ σε γενικές γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + μυθῶ (< μυθος < μῦθος), πρβλ. αερο μυθώ, στοιχο μυθώ] …
7σεμνομυθώ — έω, Α σεμνολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + μυθῶ (< μυθος < μῦθος), πρβλ. φιλο μυθῶ] …
8στιχομυθώ — έω, Α διαλέγομαι με στίχους («στιχομυθεῑν δὲ ἔλεγον, τὸ παρ ἔν ἰαμβεῑον ἀντιλέγειν καὶ τὸ πρᾱγμα στιχομυθίαν», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + μυθῶ (< μῦθος «λόγος»), πρβλ. ἀερο μυθῶ] …
9στοιχομυθώ — έω, Α 1. στοιχηγορῶ* 2. (κατά τον Ησύχ.) «στοιχομυθεῑν τὸ ἐφεξῆς λέγειν καὶ ἀδολεσχεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + μυθῶ (< μῦθος), πρβλ. ἀερο μυθῶ] …
10υθλομυθώ — έω, Μ λέω ανόητες φλυαρίες, μωρολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕθλος «φλυαρία» + μυθῶ (< μυθος< μῦθος), πρβλ. ἀερο μυθῶ] …