μόχϑων

  • 1μοχθῶν — μοχθέω to be weary pres part act masc nom sg (attic epic doric) μοχθόω weary pres part act masc voc sg (doric aeolic) μοχθόω weary pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μοχθόω weary pres part act masc nom sg μοχθόω weary pres inf act… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2μόχθων — μόχθος toil masc gen pl μοχθόω weary imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μοχθόω weary imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3Liste griechischer Phrasen/My — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …

    Deutsch Wikipedia

  • 4Metanoeite — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …

    Deutsch Wikipedia

  • 5Störe meine Kreise nicht! — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …

    Deutsch Wikipedia

  • 6CANIS — I. CANIS Arabiae Felicis fluv. Ptol. II. CANIS Ordo equestris a Buchardo IV. ex Montmorantia famil. primo Galliae Barone, institutus; qui pace cum Philippo I. vel Ludov. fil. eius potius, a quo arce quâdam exutus erat, quod Adrianum Abbatem S.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 7εκθύω — (I) ἐκθύω (Α) 1. προσφέρω εξιλαστήρια θυσία 2. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω 3. μέσ. α) (με αιτ. πράγμ.) εξιλεώνω, εξαγνίζω («τὸ ἐκθύσασθαι [ενν. ἄγος] οὐκ οἶοί τε ἐγίνοντο ἐπιμηχανεόμενοι», Ηρόδ.) β) (μέσ. με αιτ. προσ.) καταπραΰνω, εξευμενίζω… …

    Dictionary of Greek

  • 8επαυρώ — ἐπαυρῶ, έω και ἐπαυρίσκω (Α) 1. μετέχω, παίρνω μέρος, απολαμβάνω, καρπώνομαι («τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν», Ομ. Οδ.) 2. βρίσκω κατά καλή τύχη («εἰ κ ἐσθλοῑο κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αγγίζω, φθάνω ως («λίθου δ ἀλέασθαι… …

    Dictionary of Greek

  • 9εφίστημι — (ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι) διορίζω, τοποθετώ νεοελλ. 1. (αόρ.) επέστην πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα τής εκδικήσεως») 2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν κάνω να προσέξει μσν. αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 10θερίζω — (ΑΜ θερίζω) 1. κόβω σιτηρά ή χόρτα με δρεπάνι ή με θεριστική μηχανή («θερίσαντες δ ἂν τὸν σῑτον ἔπλωον», Ηρόδ.) 2. φονεύω ομαδικά, προκαλώ αθρόους θανάτους (α. «τούς θέρισε το πολυβόλο» β. «Ἄρη τὸν ἀρὸτοις θερίζοντα βροτούς», Αισχύλ.) 3.… …

    Dictionary of Greek