-
1 мальчишка
мальч||ишкам разг τό παληόπαιδο, ὁ μόρτης:у́личный \мальчишкаишка παιδί τοῦ δρόμου, ὁ ἀγοιόπαις. -
2 оброчный
оброчныйприл ист. τοῦ γεώμορου, τῆς μορτής:\оброчный крестьянин ὁ κολλήγος, ὁ ἐπίμορτος. -
3 повеса
повесам уст. ὁ ἀσωτος, ὁ μόρτης, ὁ λιμοκοντόρος. -
4 хулиган
хулиганм ὁ μόρτης, ὁ ἀλήτης, ὁ καυ-γατζής. -
5 оброчный
επ.1. του γεώμορου, της μορτής• από το γεώμορο•-ые доходы έσοδα από το γεώμορο, επίμορτος, ο πληρώνων γεώμορο•
-ые крестьяне επίμορτοι αγρότες.
2. παλ. ενοικιαζόμενος•-ые угодья νοικιαζόμενα χωράφια.
-
6 шпана
-ы θ., πλθ. δεν έχει. (απλ.) απατεώνας, αλήτης, αλάνι, μόρτης.
См. также в других словарях:
μόρτης — ο θηλ. ισσα (λ. ιταλ.), αλήτης, μάγκας, κατεργάρης: Την παρέσυρε ένας μόρτης και άφησε τον άντρα της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μόρτης — ο, θηλ. ισσα, ουδ. ικο και άκι 1. παιδί τού δρόμου, αλήτης, αλάνι, μάγκας, χαμίνι 2. (γενικά) άνθρωπος τιποτένιος 3. βωμολόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συγκοπή του ιταλ. beccamorti «τυμβωρύχος»] … Dictionary of Greek
мортус — обслуживающий чумных больных . Возм., из лат. mortuus, (Бодуэн де Куртенэ у Даля II, 911). Произведение из нов. греч. μόρτης могильщик (Мi. ЕW 202; Маценауэр. LF 10, 333) сомнительно, потому что нов. греч. слово засвидетельствовано только на… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
-αρία — παραγωγική κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, η οποία αποσπάστηκε από αφηρημένα ουσιαστικά σε ία, παράγωγα ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων σε αρος πρβλ. αδέκαρος αδεκαρία, απένταρος απενταρία, φαντάρος φανταρία. Στη συνέχεια η κατάλ.… … Dictionary of Greek
αλάνης — ισσα, ικο 1. άνθρωπος που περνά τη μέρα του στους δρόμους, αλήτης 2. αυτός που δεν έχει καλή ανατροφή, χυδαίος, μόρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάνι. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλανοπερίστερο] … Dictionary of Greek
αλανιάρης — α και –ισσα, ικο 1. ο άνθρωπος που περνά την ημέρα του στους δρόμους, αλάνης, αλήτης 2. ανάγωγος, ανήθικος, χυδαίος, μόρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάνι + παραγ. κατάλ. –ιάρης. ΠΑΡ. νεοελλ. αλανιαρίζω, αλανιάρικος] … Dictionary of Greek
μορταρία — η το συνάφι τών μόρτηδων, ο κόσμος τών αλητών, η αλαναρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρτης + κατάλ. αρία (πρβλ. αλαν αρία)] … Dictionary of Greek
μοσχομάγκα — η, και μοσχομάγκας, ο 1. μάγκας, μόρτης, αλανιάρης, αλήτης, γαβριάς 2. στον πληθ. μοσχομάγκες ονομασία που, κατά την περίοδο τής πολιτικής ανωμαλίας η οποία ακολούθησε τη δολοφονία τού Καποδίστρια, δόθηκε στους γαλλόφιλους τού Ναυπλίου, καθώς και … Dictionary of Greek
μόρτικος — η, ο [μόρτης] αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε μόρτη, αλήτικος, μάγκικος, αλανιάρικος («μόρτικα φερσίματα») … Dictionary of Greek
ρεμπέτης — και ρεμπέτας, ο, θηλ. ρεμπέτισσα και ρεμπέτα, Ν 1. άσωτος, αλήτης, μόρτης 2. ο συνθέτης, καθώς και ο ερμηνευτής, ρεμπέτικων τραγουδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μια άποψη, έχει σχηματιστεί από το ίδιο θ. με το σλαβ. rebenok / πληθ. rebiata «παιδί,… … Dictionary of Greek
παλιόπαιδο — το 1. παιδί κακής διαγωγής, αλλ. αλάνι, μόρτης, αλητόπαιδο. 2. απλώς επιτιμητική λέξη: Γιατί δεν έρχεσαι να μας δεις, παλιόπαιδο; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)