μόν

  • 1μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …

    Dictionary of Greek

  • 2μον' — (Μ μον ) επίρρ. βλ. μόνος …

    Dictionary of Greek

  • 3ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… …

    Православная энциклопедия

  • 4АФОН — [Св. Гора; греч. ̀ρδβλθυοτεΑθως, ̀λδβλθυοτεΑγιον ̀ρδβλθυοτεΟρος], крупнейшее в мире средоточие правосл. монашества, расположенное в Греции на п ове Айон Орос (Св. Гора, Афонский п ов). Находится под церковной юрисдикцией К польского Патриархата.… …

    Православная энциклопедия

  • 5Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… …

    Dictionary of Greek

  • 6πολύφαμον — πολύφᾱμον , πολύφαμος masc/fem acc sg πολύφᾱμον , πολύφαμος neut nom/voc/acc sg πολύφᾱμον , πολύφημος abounding in songs and legends masc/fem acc sg (doric) πολύφᾱμον , πολύφημος abounding in songs and legends neut nom/voc/acc sg (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 7ἐπίδαμον — ἐπίδᾱμον , ἐπίδαμος masc/fem acc sg ἐπίδᾱμον , ἐπίδαμος neut nom/voc/acc sg ἐπίδᾱμον , ἐπίδημος at home masc/fem acc sg (doric) ἐπίδᾱμον , ἐπίδημος at home neut nom/voc/acc sg (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 8ἕτοιμον — ἕτοῑμον , ἑτοῖμος at hand masc acc sg (attic) ἕτοῑμον , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc sg (attic) ἕτοῑμον , ἑτοῖμος at hand masc/fem acc sg (attic) ἕτοῑμον , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc sg (attic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 9ἴφθιμον — ἴφθῑμον , ἴφθιμος stout masc acc sg ἴφθῑμον , ἴφθιμος stout neut nom/voc/acc sg ἴφθῑμον , ἴφθιμος stout masc/fem acc sg ἴφθῑμον , ἴφθιμος stout neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 10ὁμόδαμον — ὁμόδᾱμον , ὁμόδαμος masc/fem acc sg ὁμόδᾱμον , ὁμόδαμος neut nom/voc/acc sg ὁμόδᾱμον , ὁμόδημος of the same people masc/fem acc sg (doric) ὁμόδᾱμον , ὁμόδημος of the same people neut nom/voc/acc sg (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)