μόνιμος

  • 91μονιμοποιώ — έω 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι μόνιμο 2. (ειδικά για δημοσίους υπαλλήλους) προάγω υπάλληλο από την κατάσταση τού έκτακτου σε αυτήν τού μόνιμου, γεγονός που συνεπάγεται την υπηρεσία του κατά τη διάρκεια ολόκληρου τού χρονικού διαστήματος το οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 92μονιμότητα — η (Α μονιμότης) [μόνιμος] η ιδιότητα τού μόνιμου, σταθερότητα, διάρκεια νεοελλ. το σύνολο τών προβλεπόμενων από το Σύνταγμα και τη συναφή νομοθεσία εγγυήσεων εναντίον ορισμένων βαρύνουσας σημασίας υπηρεσιακών μεταβολών τών δημόσιων υπαλλήλων,… …

    Dictionary of Greek

  • 93παντοτινός — ή, ό αυτός που υπάρχει πάντοτε, αιώνιος, μόνιμος, διαρκής («και μια πληγή παντοτινή στα σωθικά μου φηκες», Ερωτόκρ.). επίρρ... παντοτινώς και ά πάντοτε, διαρκώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάντοτε + κατάλ. ινός (πρβλ. σημερ ινός)] …

    Dictionary of Greek

  • 94παρέγχυμα — Ο θεμελιώδης ιστός των ανώτερων φυτών. Πολλά τμήματα των φυτών, όπως η εντεριώνη, ο φλοιός και το μεσόφυλλο, αποτελούνται κυρίως από π. Τα κύτταρά του, δηλαδή τα παρεγχυματικά κύτταρα, είναι συνήθως ισοδιαμετρικά, με ζωντανό πρωτόπλασμα, αφήνουν… …

    Dictionary of Greek

  • 95παραμόνιμος — η, ο / παραμόνιμος, ον, ποιητ. τ. θηλ. παρμονίμα, ΝΜΑ [παραμένω] σταθερός, διαρκής, μόνιμος νεοελλ. αυτός που παραμένει και μετά την άρση τής αιτίας που τόν προκάλεσε («παραμόνιμος μαγνητισμός» παραμένων μαγνητισμός, μαγνητισμός που παραμένει σε… …

    Dictionary of Greek

  • 96πολιτεία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολητηΐη, Α [πολιτεύομαι] 1. (στην αρχαιότητα) α) η μορφή τής κρατικής οργάνωσης που υιοθετούν οι πολίτες μιας χώρας, ο τύπος τού πολιτεύματος (α. «ὁμολογοῦνται τρεῑς εἶναι πολιτεῑαι, τυραννίς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία», Αισχίν …

    Dictionary of Greek

  • 97πυριμόνιμος — η, ο, Ν αυτός που αντέχει στη φωτιά, πυρίμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + μόνιμος) …

    Dictionary of Greek

  • 98σκίτσο — Σχεδιάγραμμα, ή προσχέδιο με μολύβι, μελάνι ή και χρωστήρα. Στο σ. παρουσιάζεται η συνθετική πρόθεση ενός μελλοντικού μάλλον έργου, αν και στα νεώτερα χρόνια το σ. έγινε αυτοδύναμο σχέδιο, κυρίως το γελοιογραφικό. Τα σ. χαρακτηρίζονται από… …

    Dictionary of Greek

  • 99στερεώνω — στερεῶ, όω, ΝΜΑ και στεριώνω Ν, και στερρῶ, όω Α [στερεός / στερρός / στέριος] 1. καθιστώ κάτι στερεό, σταθερό (α. «στερεώνω τον τοίχο» β. «στερεοῡν τοὺς πόδας», Ξεν.) 2. συνεκδ. α) καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω («βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρῶτος… …

    Dictionary of Greek

  • 100στηρικτικός — ή, ό / στηρικτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στηρίζω] νεοελλ. κατάλληλος για στήριξη, αυτός που χρησιμεύει για στήριξη («στηρικτικά όργανα») μσν. σαφής, καταφανής («Ἀναστασίου μοναχοῡ... διηγήματα ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικά γενόμενα ἐν διαφόροις τόποις», Αναστ.… …

    Dictionary of Greek