μόνιμος

  • 61DII — ingenii ab Unius notitia exerrantis figmentum, tot fuêre apud Gentiles, quot deprehendêrunt vel usui suo, vel terrori, vel admirationi apta instrumenta; omisso Eo, qui solus horum Auctor, naturâ suâ invisibilis, per visibilia haec sua opera ipsis …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 62MERCURIUS — I. MERCURIUS Iovis et Maiae fil. Graecis Hermes ἀπὸ τοῦ ἑρμηνεύειν. h. e. ab interpretando dictus. Voss. vero Ἑρμῆς vult esse ab Gap desc: Hebrew i. e. sermo, eloquium. Erat enim nuntius Deorum, unde Heratio in Odis l. 1. Od. 10. Superis Deorum… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 63-ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… …

    Dictionary of Greek

  • 64Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek

  • 65Πατρεύς — ο, ΝΜΑ [Πάτραι] ο μόνιμος κάτοικος ή ο καταγόμενος από την Πάτρα …

    Dictionary of Greek

  • 66Σηκουανοί — οι, ΝΑ (στην αρχ.) λαός τής Κελτικής Γαλατίας, που κατοικούσε στην περιοχή η οποία αρδευόταν από τον ποταμό Σον, μόνιμος αντίπαλος τού Καίσαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Sequani] …

    Dictionary of Greek

  • 67αδιάδοχος — ἀδιάδοχος, ον (Μ) [διάδοχος] αυτός που δεν υπόκειται σε διαδοχή, μόνιμος, διαρκής, αιώνιος …

    Dictionary of Greek

  • 68αεισάλευτος — η, ο και ος, ο όποιος σαλεύει, κινείται διαρκώς, ο μη σταθερός ή μόνιμος …

    Dictionary of Greek

  • 69αμετάπτωτος — η, ο (Α ἀμετάπτωτος, ον) αυτός που δεν είναι δυνατό να μεταπέσει σε ένταση, να μεταβληθεί, σταθερός, αμετάβλητος, μόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ά στερητ. + μεταπίπτω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμεταπτωσία] …

    Dictionary of Greek

  • 70αμετακίνητος — η, ο (Α ἀμετακίνητος, ον) αυτός που δεν μετακινείται ή δεν είναι δυνατό να αλλάξει θέση, να μετακινηθεί, αμετατόπιστος, μόνιμος, σταθερός νεοελλ. νωθρός, δυσκίνητος αρχ. φρ. «ἀμετακινήτως ἔχω», στέκομαι ακίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μετακινῶ] …

    Dictionary of Greek