Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μόλις και μετά βίας

  • 1 едва

    едва
    нареч
    1. (лишь только) μόλις:
    \едва рассвело, как мы тронулись в путь μόλις ξημέρωσε, ξεκινήσαμε·
    2. (с трудом) μόλις (καί μετά βίας):
    он \едва ходит μόλις καί μετά βίας περπατάει·
    3. (чуть) μόλις (καί) ἐλάχιστα:\едваосвещенная комната δωμάτιο πού μόλις φωτίζεται· \едва слышно μόλις κι ἀκούγεται· ◊ \едва не... παραλίγο, παρ' ὀλίγον, σχεδόν--μόλις καί μετά βίας· \едва ли не... πολύ πιθανό, διόλου ἀπίθανο (δτι)..., σχεδόν \едва ли εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο.

    Русско-новогреческий словарь > едва

  • 2 насилу

    επίρ.
    με μεγάλη δυσκολία, μόλις και μετά βίας•

    он так слаб, что насилу ходит αυτός είναι τόσο αδύνατος, που μόλις μπορεί και σέρνει τα πόδια του ή να βαδίζει.

    || επιτέλους.

    Большой русско-греческий словарь > насилу

  • 3 насилу

    насилу
    нареч разг μέ μεγάλη δυσκολία, μόλις καί μετά βίας.

    Русско-новогреческий словарь > насилу

  • 4 впялить

    ρ.σ.μ. 1. τεντώνω στα δάχτυλα (ύφασμα κ.τ.τ.). 2. (απλ.) βάζω με δυσκολία•

    еле -ил ногу в сапог μόλις και μετά βίας φόρεσα τη μπότα.

    τραβώ, βάζω με δυσκολία.

    Большой русско-греческий словарь > впялить

  • 5 втолкать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) σπρώχνω μέσα, μπάζω σπρώχνοντας•

    пьяного еле -ли в дом τον μεθυσμένο μόλις και μετά βίας τον έμπασαν στο σπίτι.

    σπρώχνομαι, ωθούμαι μέσα.

    Большой русско-греческий словарь > втолкать

  • 6 грех

    α.
    1. (θρηακ.) αμαρτία, αμάρτημα, ανόμημα•

    впасть в грех πέφτω σε αμαρτία, αμαρταίνω.

    2. πράξη αξιοκατάκριτη•

    -и молодости αμαρτίες της νεανικής ηλικίας.

    εκφρ.
    дурен, как смертный грех – ασχημομούρης, κακομούτσινος, δυσειδέστατος•
    как на грех – σα να τον έβαλε ο διάβολος (επίτηδες)•
    от -а подальше – μακριά από αμαρτίες (ανόσιες πράξεις)•
    с -ом пополам – όπως-όπως, μόλις και μετά βίας, τσίμα-τσίμα, κούτσα-κούτσα, κουτσά-στραβά•
    что ή нечего -а таить – δεν πρέπει να το κρύβομαι (να το λέμε ανοιχτά).

    Большой русско-греческий словарь > грех

  • 7 добрести

    -бреду, -бредшь, παρλθ. χρ., добрл, -брела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. добредший ρ.σ. φτάνω μέ δυσκολία, σέρνομαι• ως•

    так мы устали, что еле до дому -ли τόσο κουραστήκαμε, που μόλις και, μετά βίας φτάσαμε ως το σπίτι.

    || φτάνω σιγοβαδίζοντας•

    гуляя, мы -ли до реки περιπατώντας φτάσαμε ως το ποτάμι.

    Большой русско-греческий словарь > добрести

  • 8 кое-как

    κ. кой-как
    επίρ.
    1. έτσι είτε αλλιώς, μ ένα οποιονδήποτε τρόπο. || όπως-όπως, όπως νά ναι, καλά-άσχημα.
    2. μδλις, μόλις και μετά βίας, με δυσκολία.

    Большой русско-греческий словарь > кое-как

  • 9 носить

    ношу, носишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ношенный
    -шен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. βλ. нести (1 σημ.).
    2. είμαι έγγυα.
    3. φέρω, φορώ•

    носить оччки φορώ ματαγυάλια•

    носить траур; носить чрное πενθώ, φέρω πένθος, πενθοφορώ, μαυροφορώ•

    кольцо φέρω φαχτυλίδι.

    || έχω•

    носить бороду φέρω γένια (γενειάδα)•

    носить усы έχω μουστάκια•

    бакенбарды φέρω φαβορίτες.

    4. ονομάζομαι•

    носить фамилию мужа φέρω το επώνυμο του συζύγου.

    || (για βαθμό, τίτλο κ.τ.τ.)• κατέχω•

    он -ит звание генерала αυτός φέρει το βαθμό του στρατηγού.

    5. ασθμαίνω, πνευστιώ, κοντανασαίνω.
    6. χαρακτηρίζομαι μαρτυρώ• έχω τη μορφή.
    εκφρ.
    способный носить оружие – ικανός να φέρει όπλο (μάχιμος)•
    высоко (гордо) носить головуβλ. στο ρ. нести• носить на руких кого κρατώ στα χέρια κάποιον (προσέχω πάρα πολύ)•
    едва (ле, насилуκ.τ.τ.) ноги -сит μόλις (και μετά βίας) σέρνει τα πόδια του.
    1. βλ. нестись (1 σημ.).
    2. φοριέμαι.
    3. τραβιέμαι, ασχολούμαι πολύ, καταγίνομαι.
    4. μεταφέρομαι, μετακομίζομαι, κουβαλιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > носить

  • 10 унести

    унесу, унесшь, παρλθ. χρ. унс, унесла
    -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. унесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω, αποκομίζω•

    унести на плечах μεταφέρω στους ώμους.

    || παίρνω•

    унести с собой ключи παίρνω μαζί μουτα κλειδιά (φεύγοντας)•

    унести обратно φέρνω πίσω (ξαναφέρνω).

    2. κλέβω•

    воры -сли вещи из дома οι κλέφτες πήραν τα πράγματα από το σπίτι.

    3. παρασύρω, σκορπίζω, παίρνω•

    ветер унёс бумаги со стола ο άνεμος πήρε τα χαρτιά από το τραπέζι•

    лодку -ло течение τη βάρκα την παρέσυρε το ρεύμα (του νερού).

    || αφαιρώ, στερώ•

    работа -ела много сил η δουλειά τον εξάντλησε πολύ•

    борьба -ла слабйших ο αγώνας πήρε τους πιο αδύνατους.

    4. μτφ. μεταφέρω νοερώς•

    воображение -ло его в прошлое η φαντασία τον μετέφερε στο παρελθόν.

    5. (με τις λ. чрт, нелгкая κ.τ.τ.)• απλ. παίρνω, απομακρύνω σαν ενοχλητικό•

    слава Богу чёрт их унёс δόξα το Θεό, τους πήρε ο διάβολος (τους ξεφορτώθηκα).

    εκφρ.
    еле ή едва ноги унести – μόλις και μετά βίας κατορθώνω ναδιαφύγω (να σωθώ)•
    -си ты моё горе! – πάρε μου (διώξε μου) τα φαρμάκια!
    1. φεύγω, απέρχομαι γρήγορα.
    2. παρασύρομαι (από άνεμο, ρεύμα κ.τ.τ.).
    3. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, πετώ (για σκέψεις φαντασία κ.τ.τ.).
    4. (γιαχρόνο) περνώ, διαβαίνω γρήγορα. || μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > унести

См. также в других словарях:

  • μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… …   Dictionary of Greek

  • μόλις — (ΑΜ μόλις, Α και μόγις) επίρρ. (τροπικό) με δυσκολία, με κόπο, ελάχιστα (α. «μόλις και μετά βίας» πολύ δύσκολα β. «καὶ ταῡτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῡ μὴ θύειν αὐτοῑς», ΚΔ) νεοελλ. συν. με αριθμτ.) για να δηλώσει προσέγγιση,… …   Dictionary of Greek

  • πένης — και πένητας, ο / πένης, ητος, ΝΜΑ αυτός που τα εισοδήματά του μόλις και μετά βίας επαρκούν για τη διατροφή του, φτωχός αρχ. 1. (με γεν.) αυτός που στερείται κάτι, ενδεής («χρημάτων πένητες», Ευρ.) 2. ως επίθ. φτωχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένομαι (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • βία — Θεότητα της μυθολογίας που προσωποποιεί τη δύναμη και την επιβολή. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, ήταν κόρη του Τιτάνα Πάλλαντα και της Ωκεανίδας Στύγας. Η B., μαζί με τη μητέρα της και τα αδέλφια της (Κράτος, Ζήλος και Νίκη), βοήθησε τον… …   Dictionary of Greek

  • Βιέννη — (Wien). Πόλη και κρατίδιο (415 τ. χλμ., 1.562.676 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Αυστρίας, πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Αυστρίας. H Β. βρίσκεται σε υψόμετρο 170 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και εκτείνεται μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

  • άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… …   Dictionary of Greek

  • μάλα — (Α μάλα) επίρρ. νεοελλ. (ενάρθρως) τα μάλα πάρα πολύ, σε πολύ μεγάλο βαθμό αρχ. 1. σε μεγάλο βαθμό, πολύ (α. «ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῡσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη», Ομ. Οδ. β. «μάλ εὖ ἄμουσοι», Πλάτ. γ. «θώματα δὲ γῆ ἡ Λυδίη ἐς συγγραφὴν οὐ …   Dictionary of Greek

  • Λάβκραφτ, Χάουαρντ Φίλιπς — (Howard Phillips «H.P.» Lovecraft, Πρόβιντενς 1890 – 1937). Αμερικανός συγγραφέας. Το βασικό χαρακτηριστικό των νεανικών του χρόνων ήταν η αφύσικη ενηλικίωσή του για τα δεδομένα της ηλικίας του, ενώ αναμφίβολη επίδραση στην ψυχοσύνθεσή του άσκησε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»